αγριόγατος

αγριόγατος
Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών. Οι α. ζουν στα πυκνά δάση της ανατολικής και της κεντρικής Ευρώπης. Ζουν επίσης σε διάφορες περιοχές της ορεινής Σκοτίας. Είναι ζώα επικίνδυνα. Το σώμα τους είναι πιο μεγάλο από της κατοικίδιας γάτας. Ζυγίζουν περίπου 8-9 κιλά και το μήκος τους φτάνει, μαζί με την ουρά, το 1 μ. Το τρίχωμά τους είναι πυκνό και μακρύ. Οι α. κυνηγούν στη διάρκεια της νύχτας, αν και το φθινόπωρο βγαίνουν από τις κρυψώνες τους και την ημέρα. Ενεδρεύουν υπομονετικά τη λεία τους, που είναι κυρίως ποντίκια και μικρά πουλιά. Συγγενικά είδη που ανήκουν στο ίδιο γένος είναι ο α. ο γαντοφορεμένοςπου ζει στην κεντρική Αφρική και θεωρείται ο πρόγονος της κατοικίδιας γάτας και ένα άλλο είδος που ζει επίσης στην Αφρική και είναι ένα από τα πιο μικρόσωμα αιλουροειδή. Συγγενικά είδη ζουν και στην Ασία και στην Αμερική.
* * *
ο (θηλ. -γατα)
1. άγριος γάτος, που δεν εξημερώθηκε, ο αίλουρος τών αρχαίων
2. κατοικίδιος γάτος που εξαγριώθηκε λόγω εγκαταλείψεως
3. (για πρόσωπα) δύστροπος, οξύθυμος, απλησίαστος
4. (μτφρ. στη γλώσσα τών φιλάθλων) όποιος διακρίνεται για το άλμα, την ελαστικότητα και τα γενικότερα προσόντα τού αγριόγατου («ο τερματοφύλακας είναι αγριόγατος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγριόγατος — ο θηλαστικό ζώο της οικογένειας Aιλουρίδες που μοιάζει με την κοινή γάτα αλλά είναι μεγαλύτερο απ’ αυτήν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αγριογατούδι — το ο μικρός αγριόγατος …   Dictionary of Greek

  • αγριοκάτης — ἀγριοκάτης, ο (Μ) ο αγριόγατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ἄγριος + ουσ. κάτης] …   Dictionary of Greek

  • αγριοκάτσουλος — ο ο αγριόγατος* …   Dictionary of Greek

  • αγριόγατο — το μικρός αγριόγατος* …   Dictionary of Greek

  • αγριόκατος — ἀγριόκατος, ο (Μ) ο αγριόγατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ἄγριος + ουσ. κάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”